-
1 αναβλαστανω
1) вновь вырастать, произрастать(τὰ ἐκ γῆς ἀναβλαστάνοντα Plat.; ἄγρωστις ἀναβλαστάνουσα Plut.)
2) расцветать, достигать процветания3) возникать, появляться
См. также в других словарях:
ἀναβλαστήσει — ἀναβλάστησις up shooting fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀναβλαστήσεϊ , ἀναβλάστησις up shooting fem dat sg (epic) ἀναβλάστησις up shooting fem dat sg (attic ionic) ἀναβλαστάνω shoot up aor subj act 3rd sg (epic) ἀναβλαστάνω shoot up fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναφύω — Μ κάνω να αναβλαστήσει κάτι επιπροσθέτως («ἑσπέρα προσανέφυέ τι κακόν», Άνν. Κομν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναφύω «γεννώ πάλι, κάνω κάτι να φυτρώσει»] … Dictionary of Greek